- γεγενημένης
- γίγνομαιcome into a new state of beingperf part mp fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκιατραφία — και σκιατροφία και σκιοτροφία, ἡ, Α [σκιατραφής / σκιατροφῶ] 1. το να κάνει κανείς καθιστική ζωή 2. συνεκδ. μαλθακότητα 3. στον πληθ. αἱ σκιατραφίαι θηλυπρεπείς συνήθειες («τῆς μὲν πολιτικῆς ἐν ἀνέσει καὶ σκιατραφίᾳ γεγενημένης», Διόδ.) … Dictionary of Greek
ЕВЛОГИЙ I — († 13.02.607/8), свт. (пам. 13 февр.), патриарх Александрийский (580 607/8), богослов, полемист. Жизнь Свт. Евлогий I, патриарх Александрийский. Миниатюра из Минология Василия II. 976 1025 гг. (Vat. gr. 1613. P. 397) Свт. Евлогий I, патриарх… … Православная энциклопедия